βιτσάλι

βιτσάλι
το (Μ βιτάλιν)
μικρή βέργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βιτσάλι είναι υποκορ. του ουσ. βίτσα, ενώ το μσν. βιτάλιν πιθ. < λατ. vitis «βέργα από κλήμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”